Η λέξη «παιδί» όπως ορίζεται από τον νόμο σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών.
Η «ηλικία συναίνεσης» ορίζεται από τον νόμο ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών. Δηλαδή ένα άτομο το οποίο είναι πάνω από δεκαεπτά (17) χρονών, παρ’ όλο που θεωρείται «παιδί» σύμφωνα με τον νόμο, δικαιούται να συναινέσει σε σεξουαλικές πράξεις.
Η «ηλικία συναίνεσης» είναι η ηλικία κάτω από την οποία, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων. Υπάρχουν όμως μερικές εξαιρέσεις:
Οι πιο πάνω εξαιρέσεις δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα παιδία είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών.
Σε γενικά πλαίσια, η συναίνεση, όπως την ορίζει ο νόμος, δεν μπορεί να υπάρξει από άτομο το οποίο είναι κάτω των δεκαεπτά (17) ετών έκτος σε περιπτώσεις, όπου ισχύουν οι προαναφερόμενες εξαιρέσεις και νοουμένου ότι το εμπλεκόμενο παιδί είναι άνω των δεκατριών (13) ετών.
Η συναίνεση, ανεξαρτήτως ηλικίας δεν ισχύει αν αποκτήθηκε μέσω κακοποίησης, εκμετάλλευσης, βίας, απειλής, δόλου, εξαπάτησης, κατάχρησης εξουσίας, ή άλλης μορφής εξαναγκασμού.
Η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού περιλαμβάνει τις συμπεριφορές όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 6 το νόμου και είναι οι ακόλουθες:
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όπως φαίνεται και από τα πιο πάνω, το στοιχείο της σωματικής βλάβης, δεν είναι αναγκαίο στην ύπαρξη σεξουαλικής κακοποίησης.
Η σεξουαλική εκμετάλλευση ενός παιδιού περιλαμβάνει τις συμπεριφορές όπως αναφέρονται στο άρθρο 7 του νόμου και είναι οι ακόλουθες:
Ο όρος «παιδική πορνογραφία» συμπεριλαμβάνει τα ακόλουθα:
Η πρόταση σε ένα παιδί το οποίο είναι κάτω των δεκαεπτά (17) ετών μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής ή άλλων μέσων επικοινωνίας, για συνάντηση με σκοπό την τέλεση σεξουαλικής πράξης ή με σκοπό την παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας ή με σκοπό οποιασδήποτε άλλης σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Επίσης, η επικοινωνία, η πρόσκληση ή η προσέγγιση ενός παιδιού το οποίο είναι κάτω των δεκαεπτά (17) ετών μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής ή άλλων μέσων επικοινωνίας με σκοπό την απόκτηση ή την πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας, ακόμα και αν δεν πετύχει ο εν λόγω σκοπός, θεωρείται ως άγρα παιδιού για σεξουαλικούς σκοπούς.
Όλα τα κακουργήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή τη σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού επισύρουν ποινές φυλάκισης. Οι ποινές κυμαίνονται μεταξύ δέκα (10) χρόνια φυλάκισης και φυλάκισης δια βίου ανάλογα με το κακούργημα και με την ηλικία του παιδιού.
Εκτός όμως από τις ποινές φυλάκισης, το δικαστήριο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, να επιβάλει τις ακόλουθες επιπρόσθετες ποινές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα:
Ο νόμος επίσης προνοεί και ποινές (φυλάκισης και χρηματικές) για πρόσωπα που παρ’ όλο που δεν είχαν άμεση σχέση με την ένοχη πράξη, συνείσφεραν στην πραγματοποίηση της.
Ανεξάρτητα από το αδίκημα και από την ηλικία του παιδιού, καταχωρείται ποινικό μητρώο στο πρόσωπο που διέπραξε το αδίκημα και δεν διαγράφεται. Επίσης το δικαστήριο μπορεί κατά την επιβολή της ποινής, να λαμβάνει υπόψη του τυχόν προηγούμενες καταδίκες του ιδίου προσώπου, από Δικαστήριο άλλων κρατών της Ευρώπης.
Τέλος, να σημειωθεί ότι εκτός από τις ποινικές ευθύνες λόγω της διάπραξης του αδικήματος, ο καταδικασθείς έχει επίσης και αστική ευθύνη.
Η ίδρυση της Αρχής Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων ορίζεται από το άρθρο 47 το νόμου και έχει δικαιοδοσία επί ατόμων τα οποία παραπέμπονται σε αυτήν για εποπτεία από το δικαστήριο.
Αποτελείται από εκπροσώπους από διάφορα τμήματα και σώματα του κράτους όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η Κυπριακή Αστυνομία, οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και άλλα.
Οι αρμοδιότητες της Αρχής είναι πολλαπλές. Συμβουλεύει το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και την Αστυνομία σχετικά με την αναγκαιότητα υποβολής αιτήματος επιπρόσθετης ποινής, συμβουλεύει τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την επικινδυνότητα των προσώπων που παραπέμπονται σε αυτήν, εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών προγραμμάτων με σκοπό την πρόληψη, τηρεί αρχείο όλων των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων και πολλά άλλα.
Ο νόμος αποκλείει ρητά τις ακόλουθες υπερασπίσεις:
Οποιοσδήποτε παραλείψει να καταγγείλει περίπτωση που περιέρχεται σε γνώση του όπου εμπλέκεται παιδί σε προαναφερόμενα αδικήματα, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές.
Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο λαμβάνει ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι το πρόσωπο που παρέλειψε να καταγγείλει είναι εκπαιδευτικός, λειτουργός των κοινωνικών υπηρεσιών, δικηγόρος, μέλος της αστυνομίας, επαγγελματίας υγείας ή άλλος επαγγελματίας με συναφείς προς το αντικείμενο δραστηριότητες.
Το επαγγελματικό απόρρητο δεν αποτελεί υπεράσπιση για την παράλειψη αναφοράς του αδικήματος.
Υποχρέωση ΥΚΕ για παροχή πληροφόρησης
Κατά την πρώτη τους επαφή με το θύμα ή με τον κηδεμόνα του, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας έχουν ευθύνη να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, σε γλώσσα που να κατανοεί αναφορικά με τα δικαιώματα του (π.χ. με ποιο τρόπο μπορεί να υποβάλει καταγγελία, τις διαδικασίες που έπονται της καταγγελίας και το ρόλο του ως θύμα στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών. Επίσης σε ποιες υπηρεσίες μπορεί να προσφύγει για να του δοθεί υποστήριξη, παροχή προστασίας, φροντίδας κ.α.).
Προστασία από ποινικοποίηση
Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης δεν διώκονται ποινικά και δεν υπόκεινται σε κυρώσεις για τη συμμετοχή τους σε εγκληματικές δραστηριότητες τις οποίες εξαναγκάστηκαν να διαπράξουν.
Ακόμα και αν το δικαστήριο δεν διακόψει την ποινική δίωξη εναντίον του θύματος και το θύμα κριθεί ένοχο, δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή ή τιμωρία.
Προστασία σε περιπτώσεις που η κακοποίηση συνέβη μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον
Το δικαστήριο μπορεί κατά ή μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, να διατάξει για οποιαδήποτε χρονική περίοδο κρίνει αναγκαία την απομάκρυνση του θύματος και την τοποθέτηση του σε ασφαλές μέρος κάτω από την φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο προς το συμφέρον του παιδιού.
Το δικαστήριο επίσης μπορεί να εκδώσει διάταγμα (προσωρινό ή μη) αποκλεισμού του υπόπτου, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο που θα θέσει. Το εν λόγω διάταγμα μπορεί να περιέχει όρους με τους οποίους απαγορεύει στον ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση από την κατοικία ή το χώρο διαμονής του θύματος ή ακόμα και σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά.
Προστασία μαρτύρων
Το θύμα των προαναφερόμενων αδικημάτων θεωρείται μάρτυρας που χρήζει προστασίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Γενικός Εισαγγελέας διασφαλίζει ότι θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της ταυτότητας και της εικόνας του θύματος ούτως ώστε να αποτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του. Επίσης διασφαλίζει ότι θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου προστασίας για το θύμα, για την οικογένεια του και για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογένειας του.
Η πιο πάνω προστασία διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας.
Οι διωκτικές αρχές επίσης διασφαλίζουν την αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό προς οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από το θύμα, το οποίο αναφέρει τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος, που δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή που συνεργάζεται διαφορετικά με οποιοδήποτε τρόπο με τις διωκτικές αρχές.
Την ίδια πιο πάνω προστασία λαμβάνουν και τα μέλη οργανώσεων ιδρυμάτων, σωματείων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασκούν δραστηριότητες ή παρέχουν συνδρομή στα θύματα.
Προστασία παιδιού-θύματος κατά τη διαδικασία
Ο νόμος προνοεί διάφορες διαδικασίες συνδρομής, στήριξης και προστασίας για τα παιδιά-θύματα.
Τα θύματα πρέπει να τύχουν μεταχείρισης από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και οργανισμούς με σεβασμό και αξιοπρέπεια, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα τους, προωθώντας με τον καλύτερο τρόπο το συμφέρον τους, την κατάσταση τους, την ηλικία τους και τον βαθμό της ωριμότητας τους.
Μόλις υπάρξουν βάσιμοι λόγοι ότι ενδέχεται να έχει διαπραχθεί εις βάρος του θύματος κάποιο εκ των προαναφερόμενων αδικημάτων, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας πρέπει να προχωρήσουν στη διασφάλιση παροχής συνδρομής, στήριξης και προστασίας του θύματος.
Επίσης, οι διωκτικές αρχές, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας των προαναφερόμενων αδικημάτων, διασφαλίζουν τα ακόλουθα:
Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες θα λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους για να συνδράμουν και να στηρίξουν τα θύματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο της σωματικής και ψυχοκοινωνικής τους αποκατάστασης μετά απο ατομική εκτίμηση του ίδιου του παιδιού.
Επίσης, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ασκούν μεταξύ άλλων, διασυνδετικό ρόλο με άλλες υπηρεσίες με στόχο τη διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού και σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας δεν διασφαλίζουν το συμφέρον του παιδιού λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνουν σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες ώστε να διοριστεί επίτροπος.
Τέλος, οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, κατόπιν παραπομπής από αρμόδια Υπηρεσία, παρέχουν έκτακτη ψυχολογική στήριξη στο θύμα και την οικογένεια του.
Υποχρέωση αρμοδίων φορέων να σχεδιάζουν και να υλοποιούν/εφαρμόζουν προγράμματα πρόληψης με βάση τον νόμο και υποχρέωση απο τον νόμο για εκπαίδευση ατόμων, επαγγελματιών, κρατικών λειτουργών που εμπλέκονται στην διαδικασία.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν και να εκπαιδεύουν το προσωπικό τους, που ενδέχεται να έχει ή έχει επαφή με παιδιά σε όλα τα επίπεδα πρόληψης με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μείωση των κινδύνων διάπραξης του αδικήματος, τον εντοπισμό των θυμάτων, των δυνητικών θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης και την ελαχιστοποίηση υποτροπής των θυτών.
Σχετικά με το πιο πάνω, οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες οφείλουν να εξασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα διαγνωστικής αξιολόγησης, κατάλληλων θεραπευτικών παρεμβάσεων και αποτελεσματικών προγραμμάτων με σκοπό την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων επανάληψης τέτοιων αδικημάτων.
Εκπαίδευση παιδιών, υποχρέωση ΥΠΠ καθώς και εκπαίδευση και ενημέρωση του κοινού (γονείς, επαγγελματίες, παιδιά κ.λ.π.)
Παιδιά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση οφείλουν να ενημερώνονται για τους κινδύνους της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της κακοποίησης, καθώς και για τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να προστατευθούν.
Τις πληροφορίες αυτές θα παρέχει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σε συνεργασία με τους γονείς και θα δίνονται στο πλαίσιο μιας γενικότερου περιεχομένου ενημέρωσης για τη σεξουαλικότητα, ενώ θα δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε καταστάσεις κινδύνου, ειδικά όπου περιλαμβάνεται η χρήση νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας.
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σε συνεργασία με τον Επίτροπο και άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες θα: